- ακαμαντορόας
- ἀκαμαντορόας, ο (Α)εκείνος που ρέει ακάματα, αδιάκοπα«ἀκαμαντορόαν Ἀλφεὸν» (Βακχυλ. 5, 180).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας -αντος + ῥέω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… … Dictionary of Greek